εξαγιάζω

εξαγιάζω
(I)
1. καθιστώ κάποιον ή κάτι άγιο, καθαγιάζω
2. μτφ. εξαγνίζω.
————————
(II)
ἐξαγιάζω (Α)
1. εξετάζω, δοκιμάζω, ζυγίζω με σταθμά
2. παθ. (για μέτρα και σταθμά) είμαι καθορισμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξαγιάζω — εξαγίασα, εξαγιάστηκα, εξαγιασμένος, μτβ. 1. κάνω κάποιον ή κάτι άγιο, καθαγιάζω. 2. μτφ., εξαγνίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθαγιάζω — (AM καθαγιάζω) καθιστώ κάτι ή κάποιον άγιο, εξαγνίζω, εξαγιάζω (α. «καθαγιάζονται τα ύδατα» β «ὁ σοφὸς καθαγιάζει ψυχήν», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἁγιάζω] …   Dictionary of Greek

  • εξαγνίζω — εξάγνισα, εξαγνίστηκα, εξαγνισμένος, μτβ. 1. κάνω κάποιον αγνό, τον καθαρίζω από την ηθική ρύπανση, τον ηθικοποιώ, τον εξαγιάζω. 2. καθαρίζω την ηθική ρύπανση, που προέρχεται από εγκλήματα: Πρέπει της μητέρας του το φόνο να εξαγνίσει (Ι. Γρυπάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”